Εκείνο το βράδυ
στο στενό δωμάτιο
είχαμε καθίσει σε δύο καρέκλες καφενείου
γυμνοί όσο αντέχαμε
έξω η νύχτα ζωντάνευε
είχαμε πιει
πέρα από όσο αντέχαμε
καπνίζαμε σαν όμορφοι αυτόχειρες
ο πατέρας μου, είπες, έτσι κι έτσι
ο δικός μου άλλα αλλά τα ίδια
η μάνα μου αυτά,
η δική μου εκείνα
με έγδαραν
με έφτυσαν
κι όταν δεν πήγαινε πιο γυμνοί
κάναμε έρωτα
ξημέρωνε
πέσαμε να κοιμηθούμε
νοιώθοντας πως ήμασταν πια μεγάλοι
για παραμύθια
και ποιος τα θυμόταν, άλλωστε;
Σ’ αγαπάω, σου είπα
Κι εγώ, απάντησες.
Γυμνοί
