Δεν θα με ενοχλούσαν τόσο
τα σπίτια που θρηνητικά
ορθώσαμε προς τα ύψη
ούτε και εκείνος ο ουρανός
που τους ξεφεύγει,
τα σκόρπια σύννεφα,
ο σπάταλος ήλιος,
ή το αποτσίγαρο μου
όπως πέφτει στο πεζοδρόμιο
χωρίς να κάνει ούτε έναν
από τους περαστικούς
να στρέψει προς τα ψηλά
το βλέμμα,
αν τα δύο περιστέρια
που κρύβονται στις κεραμοσκεπές
απέναντί μου
-μπροστά στα μάτια όλων-
δεν τιτίβιζαν μεταξύ τους
για μένα προσβολές
κι αν δεν με κοίταζαν απαξιωτικά
που στέκομαι στου μπαλκονιού
την άκρη και τα παρατηρώ
με τα χέρια μου ανοιχτά προς τα ύψη.
Θαρρείς εγώ δεν ξέρω
πως τα ανοιχτά μου χέρια
μέσα στις πόλεις που κατοικώ
δεν είναι για πέταγμα
αλλά για ικεσία.
Θαρρείς δεν ξέρω
τι πάει να πει
«άνθρωπος».
Ενόχληση
