«Δεν αντέχω, ώ Θεέ μου! ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ!» Στρίβει το κορμί της και κυρτώνει πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια, διπλώνεται και δένει τα γόνατα πάνω στην κοιλιά της. «Τι έπαθες, κούκλα μου;» ρωτάει εκείνος ανήσυχος και σκύβει να την αγκαλιάσει. Τον σπρώχνει. «ΑΣΕ ΜΕ!» Μία μικροσκοπική κουκίδα σπάνιας πολυπλοκότητας εγκλωβισμένη στη ρητίνη ενός πόθου, ενός φιλιού και … Συνεχίστε να διαβάζετε 50. Πολύκαρπέ μου.
49. Yokluk Oğlu *
* (Τουρκικά: Οι λέξεις «απουσία» και «γιος» που συνθέτουν το επίθετο του ήρωα) Είχα μία τρομερά χιουμοριστική διάθεση από το πρωί, από τη στιγμή ακόμα που απέκτησα συνείδηση της κατάστασής μου. Κρυφογελούσα στο άκουσμα της παραμικρής λέξης, μία υποψία φθόγγου ήταν αρκετή για να λυθώ σε νευρωτικά γέλια από τα οποία δεν κατάφερα να συνέλθω παρά … Συνεχίστε να διαβάζετε 49. Yokluk Oğlu *.
48. Σκουπίδια αξίας στην βροχή
Πήρε τηλέφωνο. Το έκανε χωρίς να το καταλάβει, όση ώρα μιλούσε, κοιτούσε έξω από το παράθυρο το σύννεφο που έκρυβε τον ήλιο, μαύρο στην καρδιά του, έτοιμο για την επικείμενη μπόρα. Εκείνος ρώτησε κάτι, του απάντησε μονολεκτικά και ακολούθησε μια ακόμα ερώτηση. Είπε δυο λέξεις παραπάνω με το βλέμμα πάντα εκεί, πάνω στο σύννεφο, στην … Συνεχίστε να διαβάζετε 48. Σκουπίδια αξίας στην βροχή.
47. Η Λανθάνουσα εικόνα
Η σιωπή. Η σιωπή την τρελαίνει. Πίσω τους δύει ένας πυροκόκκινος ήλιος κρεμασμένος από τα καμπαναριά του Τραστέβερε. Ακουμπάει το στήθος του, τα δάχτυλα της μετράνε τα οστά του. Φέρνει το αυτί πάνω από τα χείλη του και περιμένει. Η σιωπή της τρώει το δέρμα. Καθισμένοι σε ένα καφέ στην πλατεία κοιτούν τα περιστέρια και … Συνεχίστε να διαβάζετε 47. Η Λανθάνουσα εικόνα.
46. Πάνω στα ματωμένα της χείλια
Οι μέρες είναι εντάξει. Ξυπνάει το πρωί, μεταβάλει επαρκώς την ρουτίνα της ώστε να είναι τόσο εκεί, όσο είναι αναγκαίο να είναι. «Σοφία!» Ξεθώριασε σταδιακά η πρώτη θλίψη. Τώρα μπορεί και αναπνέει, έστω, της αρκεί που μπορεί και αναπνέει. «Σοφία!» Δεν της έχει απομείνει ούτε μία μικρή τρύπα στον χρόνο να κρυφτεί, να μην ακούει … Συνεχίστε να διαβάζετε 46. Πάνω στα ματωμένα της χείλια.
45. Οι λέξεις
"Πολυαγαπημέν Στο διάολο και οι προσφωνήσεις. Στο διάολο και οι λέξεις αγάπης, στο διάολο και οι τιμές και η τρυφερότητα και όλα, μ’ ακούς; Όχι, φυσικά δεν μ’ ακούς, δεν θα μάθεις τίποτα από όσα σου γράφω γιατί ποτέ δεν μου έδωσες την ευκαιρία να τα πω, πήρες τις αποφάσεις σου, έκλεισες την πόρτα και … Συνεχίστε να διαβάζετε 45. Οι λέξεις.
44. Κακό αστείο
Περπατάει στον διάδρομο. Δίπλα έχει τον Μηνά που μιλάει με κάθε άνθρωπο που βρίσκει στον δρόμο του με ευγένεια και επαγγελματισμό. Σε μερικές περιπτώσεις κατορθώνει ακόμα και να αστειευτεί με ένα χιούμορ που όχι μόνο δεν γίνεται κατανοητό, αλλά ούτε καν αντιληπτό από τον Πολύκαρπο. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά όσο περπατάει, χάνει τον ρυθμό του … Συνεχίστε να διαβάζετε 44. Κακό αστείο.
43. Κοκκινιστό με κανέλα
Ήταν περασμένες εννιά όταν γύρισε. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Τώρα θα έρθει. “Άργησες”, θα μου πει. Θα της πω ειχε κίνηση. Έπαθε βλάβη το λεωφορείο. Μπήκε στο χωλ. «Σόφη;» Δεν θα με πιστέψει αλλά δεν πειράζει. Ίσως εκνευριστεί και μου τρίψει κατάμουτρα μία θιγμένη σιωπή. Έβγαλε το σακάκι και το κρέμασε στον καλόγερο δίπλα … Συνεχίστε να διαβάζετε 43. Κοκκινιστό με κανέλα.
42. Τα πρόβατα και ο λύκος
Κοιτάζει επίμονα την μολυβοθήκη. Δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο, είναι μια χαρά μολυβοθήκη αν και λίγο φθαρμένη στα σημεία, λίγο λερωμένη από στυλό που άνοιξαν στο εσωτερικό της, αλλά τι μ’ αυτό; Κι αν μέσα της είναι ένα χάλι, το περίβλημα κρατιέται σε καλή κατάσταση. Την κοιτάζει με προσήλωση και προσπαθεί να καταλάβει για ποιον λόγο … Συνεχίστε να διαβάζετε 42. Τα πρόβατα και ο λύκος.
41. Ένας μονόλογος για δύο
«Εκείνος ζει στην Κυψέλη, τελειώνει φέτος.» «Η μικρή;» «Η μικρή Κομοτηνή, Οικονομικό. Πήγαμε, την τακτοποιήσαμε. Τα Χριστούγεννα θα έρθει.» Μικρή γουλιά καφέ. «Μπράβο!» «Ναι, ναι. Τέλεια.» Σύντομη τζούρα τσιγάρου. «Ο Πολύκαρπος;» «Τι πράγμα;» «Βγήκε στην σύνταξη;» «Α, μπα. Θέλει ακόμα, οχτώ χρόνια σίγουρα.» «Είστε καλά όμως…» «Ναι, μια χαρά. Όπως πάντα.» Κι άλλες σύντομες γουλιές … Συνεχίστε να διαβάζετε 41. Ένας μονόλογος για δύο.