Οι μεγάλες διαδρομές
οι σημάνσεις που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα
οι φωτεινές νυχτερινές λεωφόροι
με τους περαστικούς που χάνονται στον κεραυνό
οι ανοιχτοί ορίζοντες των στενών χωραφόδρομων
με τις μηχανές που θερίζουν ό,τι φυτρώνει
τα σοκάκια των νησιών
οι ανέγγιχτες ακτές τους και όλες οι προσδοκίες
που εκβάλουν στη θάλασσα
οι στροφές και τα τυφλά σημεία
και όσα είδαμε να συμβαίνουν στην καμπύλη τους
η άσφαλτος που έχει σπάσει
οι τρύπες, τα χάη κάτω απ’ τα πόδια μας
τα βήματα τα άλματα οι παύσεις
οι κίνδυνοι η όμορφη έξαψη των κινδύνων
και οι τρόποι που ανακαλύπτουμε ότι
έχουν πια τα σώματά μας πολύ πονέσει
πολύ περπατήσει
πολύ ταξιδέψει
πολύ ομορφύνει
πολύ σπάσει
μας συνταράσσουν ξαφνικά με τη λαχτάρα
της ερήμου και του κόπου και
μετά από όλες αυτές τις πολιτείες
και όλα τα χιλιάδες βήματα και όλες
τις ερημιές και τις οχλοβοές,
συνειδητοποιούμε πως τόσο έχουμε κουραστεί
και πως διψούμε πολύ
και πέφτουμε στο πλάι του δρόμου
ανίκανοι να κάνουμε το επόμενο βήμα
μέχρι το νερό να έρθει από μόνο του
να μας βρει και να βρέξει τα χείλη μας
και δεν ξέρω τι στα λέω όλα αυτά
εσένα
που είσαι ένας άστατος ποταμός
μα όπως με βρήκες ξέπνοο στο στόμα
μου θύμισες σώμα που ξεψυχάει
και μονάχα έτσι
κατάλαβα πως ήταν πάντα το φιλί
ο προορισμός του κάθε δρόμου, ακόμα κι αν έπρεπε
ο ποταμός να κάνει το τελευταίο μεγάλο
βήμα.
Δεν είναι ο δρόμος
