Μία μπύρα που ανοίγει στο απέναντι μπαλκόνι, ένα τζιτζίκι που ακόμα ελπίζει, μία άγρια κοριτσοπαρέα με ποδήλατα, ποπ κορν που σκάνε, τραπ και ανόητα πειράγματα των αγοριών, δύο έφηβοι με σκέιτ μπορντ, ένας μικρόσωμος σκύλος από δίπλα σηκώνει τον τόπο, ο άλλος, ένας θεόρατος αλήτης, κατουρά μία ρόδα και λαχανιάζει, στον ακάλυπτο δύο γάτες μαλώνουν, μία έφηβη χαζογελάει μιλώντας στο τηλέφωνο, κάποιος παίζει Κραουνάκη, κάποιος Αργυρό, οι τελευταίες γουλιες ενός αναψυκτικού με καλαμάκι, κάποιος παίζει Λουθ Κασάλ, ένας πιτσιρικάς ντριπλάρει σαν τον Αντετοκούμπο στον δρόμο, από το βάθος έρχεται λίρα, κάπου κάποιος κανονίζει μία παραγγελία, κροτάλισμα χαλικιών από την αλάνα, -σσς… βαθαίνει το σκοτάδι. Σε λίγο τριζόνια και το φτεροκόπημα πεινασμένων νυχτερίδων- μηχανάκι ντελίβερι, τα νύχια ενός ζώου στην άσφαλτο, ένα αυτοκίνητο μαρσάρει ανόητα, κλάμα μωρού που μαρτυράει πείνα, γλυκόλογα και απελπισμένα παρακάλια, ένα τσούρμο πιτσιρίκια κάνουν αναπαράσταση μάινκραφτ με κλαδιά και σπασμένα κεραμίδια, ήχος ειδοποίησης βάιμπερ και από κάποιο σαλόνι με ανοιχτό παράθυρο, πάνω, πέρα, μέσα από όλα ένα παιδί παίζει φλάουτο, ακούω προσεκτικά, προσπαθώ να καταλάβω ποιο είναι το κομμάτι μα είναι πολλά τα λάθη, πολλές φορές που σταματάει και ξεκινάει ξανά και ξανά από την αρχή και δεν μπορώ να καταλάβω το κομμάτι μα τώρα κλαίω -άρα τώρα, στους ήχους βάζουμε και «το κλάμα ενός άντρα που ξαφνικά ξέρει»- γιατί αυτή η αδιάφορη συμφωνία μετά το τρυφερό ψιλόβροχο είναι το άλλοθι της κάθε άγριας καταιγίδας, μέσα στην καρδιά ενός νεκρού καλοκαιριού. Και δεν υπάρχει κομμάτι, δεν υπάρχει λάθος. Υπάρχουν μόνο πλάσματα που προσπαθούν.

Μου αρέσει πάρα πολύ η λυρική περιγραφή σου, Μιχάλη, το έχω ξαναπεί. Εξαιρετική.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Ευχαριστώ ξανά!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο