Πώς να κάνεις έναν άνθρωπο να γελάσει από καμιά φορά

Κάθε φορά που έκοβε τα αγριόχορτα της αυλής, κάτι μέσα του χαμήλωνε όλο και περισσότερο στο χώμα.

Κάθε φορά που μαγείρευε κιμά με δάφνη, κόκκινο κρασί, μπαχάρι και κανέλα σκεφτόταν πως του ήταν τελείως ξένος ο πόνος των προσφύγων απ’ τη Σμύρνη, ίσως η μάνα του είχε μαζί του γνωριμίες.

Κάθε φορά που τον τσιμπούσαν τα κουνούπια επέμενε σε όσα έλεγαν για εκείνον όταν ήταν παιδί: δεν τον πλησιάζουν αυτόν, φαρμάκι είναι το αίμα του. Ίσως τώρα, αν μπορούσαν να τον δαγκώσουν, να άλλαζαν για την ουσία του γνώμη.

Κάθε φορά που κοιτούσε τη στοίβα με τα αδιάβαστα του ερχόταν στο μυαλό εκείνη μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα να μουρμουρίζει δεν έχω τίποτα να φορέσω πριν πάρει ένα φόρεμα που σίγουρα μισούσε.

Κάθε φορά που τον ρωτούσαν τι έχει μιλούσε για τον καιρό των Κομνηνών τέτοια εποχή, εδώ πάνω, έλεγε, μέχρι τις πέντε είναι καλοκαίρι κι έπειτα είναι μπόρα. Δεν θα φύγω ποτέ.

Κάθε φορά που έμοιαζε η ίδια φορά έπαιρνε έναν μικρό υπνάκο στον καναπέ.

Από καμιά φορά τον έπιανε να τους τα πει.
Κι εκείνοι ρωτούσαν. Αν έβαζε κι ο πατέρας του καρότο στον κιμά. Αν του παππού ήταν προσφυγικό το σπίτι. Αν προτιμάει τα αγριόχορτα να τον πνίξουν. Αν δεν τον πονούν οι σουβλερές των κουνουπιών οι μύτες. Αν δε βαριέται να διαβάζει κακά βιβλία. Αν όταν γεννιόταν έβρεχε μέσα στην κλινική. Αν βλέπει όνειρα μέρα μεσημέρι.

Δεν απαντούσε κάθε φορά.
Και έπρεπε να τον ξαναρωτήσουν.
Τότε, από καμιά φορά, γελούσε.

📸Αγριόχορτα που δεν κόπηκαν στα πεζοδρόμια| Δράμα, Μάιος ’22
Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s