Έφευγα από την πόλη και δεν ήταν ότι δεν είχα που να πάω αλλά ότι φοβόμουν πως πίσω μου δεν είχα τίποτα ν’ αφήσω και η μεγάλη, βυθισμένη λεωφόρος είχε την ομορφιά ενός δικού μου ψέματος που έλεγα μικρός ως να με πάρει ο ύπνος, τι τρυφερό χάδι ο δρόμος και πόσο καλά ακονισμένος σε διατρέχει, η διαγράμμιση τέμνει κάποιου το χαμόγελο και κάποιου άλλου το βουβό παράπονο, μα τι τα θες, πέφτουν με το ξημέρωμα για ύπνο οι φονιάδες κι η νύχτα είναι ακόμα μεγάλη κι ο δρόμος τραβάει μέχρι το κενό, ίσως τελικά να ήταν πάντα επίπεδη αυτή η γη, δρόμο δεν βρήκα να με φέρει πίσω στο ίδιο σημείο. Έφευγα από την πόλη και δεν είχα τίποτα να αφήσω, μα είναι πάντα τόσο τρυφερό το ψέμα που ξεστομίζει το κόκκινό σου στόμα που φτάνει να γίνεται αλήθεια. Κι αν πρέπει να είναι ψέμα, τότε ας είναι πάντα το δικό σου. Κι αν πρέπει να είναι δρόμος, τότε ας είναι πάντα η νύχτα.
