Βικτώρια| 08.05.22

Έφτασα μεσημέρι, άγριο, Αθηναϊκό, στον σταθμό ταξιτζήδες έψαχναν κούρσα, έβριζαν, λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια όμως οι φοιτητές γελούσαν και έπαιζαν στα δάχτυλα συνθηματικά του ιδρωμένου πόθου, δεν αναγνώριζα τις πλατφόρμες μα τίποτα δεν έδειχνε να έχει αλλάξει, με τη βαλίτσα στο χέρι και το κεφάλι βαρύ πήρα τον συρμό κι άλλωστε, ένας από όλους ήμουν και εγώ, γιατί να διαφέρει η τροχιά μου; κατέβηκα εκεί, πριν συναντήσω άνθρωπο, ήξερα πού έπρεπε να πάω για να βρεθώ πρώτα με την πόλη, σου έστειλα μία φωτογραφία, μου έστειλες κι εσύ, ήσασταν χαρούμενοι, μπορούσα να είμαι κι εγώ, κάθισα στο πρώτο γυράδικο που βρήκα, ζήτησα να πιω, για δικαιολογία ζήτησα και φαγητό, ο σερβιτόρος ήταν μικρός, παιδί σχεδόν, τα είχε λίγο χαμένα μέσα στον χαμό της ώρας, μου έφερε δύο μπύρες, ήπια, έκλεισα τα μάτια και άκουσα, άκουσα καλά, ήθελα να μάθω αν έφτιαξαν τελικά εκείνο τον Πύργο στη Βαβέλ, όλες αυτές οι παράξενες ομιλίες, αν σκοτώθηκαν μεταξύ τους ή έστω, αν εγκατέλειψαν τα μεγαλεπήβολα σχέδια και αποφάσισαν να αγαπήσουν ο ένας το σώμα του άλλου χωρίς να μιλάνε, η Βικτώρια δικαίωσε τον άνθρωπο, ξέρεις, δεν μετράει τίποτα εκεί κάτω, μόνο τα σώματα που στέκουν για να περάσεις ή σε ποδοπατούν αδιάφορα, κάποτε ένας φίλος μου είπε πως σε εκείνη τη γωνία, κατάματα μέσα στην πόλη, είχε αγοράσει ένα ρόλεξ από έναν ωραίο Ρομά για τρία παλιά χιλιάρικα που του χάλασε σε μια βδομάδα, εκείνο το μεσημέρι, στάθηκε μπροστά μου μία όμορφη έφηβη Ρομά με ένα μοβ φουλάρι, πουλούσε χαμόγελα, πήρα ένα, λέω ψέματα στον εαυτό μου πως ήταν το πιο ζεστό της, για ένα ευρώ, λογαριάζω να μου κρατήσει για μερικά χρόνια. Περπάτησα μετά, στάθηκα μπροστά σε ένα γκράφιτι της Μέριλιν, γλυκό μου κορίτσι, ήταν πράγματι αδαμάντινοι οι καλύτεροί σου φίλοι ή όλα μία χούφτα κάρβουνο; μα δεν μου απάντησε, μόνο κοίταζε νωθρά κι έφυγα. έπειτα κατέβηκα κάτω. είδα ένα ζευγάρι καθισμένο στο παγκάκι του σταθμού, μέσα στην πράσινη αχλή των υπόγειων. και λέω, όλος ο οψιδιανός του κόσμου είναι φτηνός μπροστά σ’ αυτά τα βρωμισμένα από ανθρώπους πλακάκια. η πόλη με καλοδεχόταν.

Κόκκινη έξοδος σε οψιδιανό. Βικτώρια, 08.05.22

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Βικτώρια| 08.05.22

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s