Παίζουν του Λάζου οι Μαριονέτες
κι όπως τα κύμβαλα ρυθμικά χτυπούν
πάνω στις χοντρές χορδές
να, ένα σύννεφο
να, ένα αστέρι πιο δίπλα
να, το αίμα του Σαχτούρη
να, η ζάλη της μέθης
να, η αναπόφευκτη ολίσθηση
να, μία συστάδα εφηβικών ονείρων
να, μία ενήλικη αμφιβολία
να, μία παροδική μοναξιά
επιτέλους,
μία μονάκριβη, παροδική μοναξιά
να μας υπογραμμίσει
με κεφαλαία να γράψει
το
ό
ν
ο
μ
ά
σου.
Μαριονέτες
