Οι μικρές πέτρες
που πετάξαμε στη θάλασσα
μετρώντας τη δύναμή μας
εκείνες
που κλωτσούσαμε τα βράδια
στις αλάνες, ίδιες χαλίκι
οι άλλες
που φτιάχναμε «σπιτάκι»
κάτω από τα πεύκα
-μπαμπάς εγώ, μαμά εσύ-
αυτές που βρίσκαμε
στην άμμο και έμοιαζαν
με γυάλινες χάντρες
αλλά και όσες έγδαραν
το γόνατό σου όταν έπεσες
από το πρώτο σου ποδήλατο
οι πέτρες
οι χιλιάδες πέτρες, λέω.
Ήρθαν κι ακούμπησαν η μια
πάνω στην άλλη
κι έγιναν κάστρα μέσα μας,
τείχη κυκλώπεια γύρω μας
που όσο τα κοιτώ αναρωτιέμαι.
Παιδιά εμείς,
πώς διάολο τις σηκώναμε
τέτοιες μεγάλες
τέτοιες σπουδαίες πέτρες;