«Συγγραφέας»
Έφτασε απρόσκλητος
Όπως όλοι οι όμορφοι άνθρωποι
Έφταναν στο υπόγειό μας
Σκυφτό κεφάλι
Κουρασμένοι ώμοι
Λίγα μαλλιά στο
Ηλιοκαμένο του κρανίο
Μάτια ξεπλυμένα
Να ατενίζει του χρόνου
Το φευγιό.
Πήρα μολύβι και χαρτί
Μόλις κάθισε κοντά μου.
«Τι σου ξέπλυνε το βλέμμα, γέρο μου;»
Τον ρώτησα θρασύς
Με χέρι όλο τρέμουλο
Και σφρίγος
Ανυπόμονο να κερδίσει την σελίδα.
Μου τα είπε όλα
Τα έγραψα όλα
Ζήτησε να πιεί
Κι εγώ το ίδιο.
Σηκώσαμε ποτήρια
Και κοίταξα μέσα στα μάτια του.
Όταν με είδα
Άρχισα όσα έγραψα να σβήνω τρομαγμένος.
Και όσο έσβηνα τις λέξεις
Έσβηνε και εκείνος
Αφήνοντας μόνο
Το ξεπλυμένο βλέμμα του
Καρφωμένο μέσα
Στων ματιών μου
Τις κόγχες.
Δεν με ξανάδα από τότε.