Η γειτονιά μυρίζει Σμύρνη
από τους ντενεκέδες με τα βασιλικά
τα ταγιέρ ναφθαλίνης
τα λούσα των παστρικών κυράδων
τον ιδρώτα των παππούδων
με τις αμάνικες φανέλες
και τα βαριά μπαχάρια
όπως ζυμώνουν τον κιμά
με άρωμα που μπαστάρδεψε
-όλο το αργοσβήνει
ο νοτιάς της Ελευσίνας-
από εκατό χρόνια μπόλι
κι όλο συχνότερα μυρίζει
οχετό
και ξέχειλα ρείθρα.
Το κουπάκι το λένε ακόμα
η μοίρα τους παραμένει ασαφής.
Εκατό χρόνια ακόμα
να περάσουν
και θα ‘χουμε πλήρως
αφομοιώσει εκείνους τους πρώτους
πρόσφυγες.
Δεν θα μυρίζει άλλο
Σμύρνη, βασιλικός και ναφθαλίνη.
Μονάχα οχετός.
Αυτή είναι η μοίρα τους
την διάβασε από χρόνια
η κυρά- Μακρίνα
πάνω στο κατακάθι.
Αναθάρρησαν οι βεγγέρες
και στήθηκαν χοροί.
Εκείνη πάλι,
βάλθηκε απαρηγόρητη
να κλαίει.
Το κουπάκι δεν το
ξανάπε σε κανέναν.
Ήταν από πάντα της
παράξενη γυναίκα.
Προσφυγική μοιρολατρία
