Πάνω σ’ ένα άσπρο προσκέφαλο που μυρίζει
ιδρώτα, χνώτα βαριά και ξέπνοα
και κολπικά υγρά
κρατάς τα μάτια σου κλειστά, γυμνή κάτω
από το λευκό σεντόνι.
Σηκώνομαι αργά
φορώ τα ρούχα μου
ξυπνάω με γλυκόλογα τα παιδιά
τα ταΐζω
γλύφω τις τσίμπλες τους να φύγουν
τα χτενίζω
τα φιλώ.
Tα παρατάω έπειτα στα χέρια
των δασκάλων, να μάθουν όσα λάχει.
Δουλεύω με σθένος, τίμια
χαμογελώ συχνά
γελάω σπανιότερα, όμως το κάνω
λέω και δυο κουβέντες αντρίκιες
σηκώνομαι, βαδίζω, τρώω, κατουρώ
όλα τα κάνω σωστά, όπως κι όλοι οι άλλοι.
Μα κι αν τα κάνω σωστά,
τα κάνω μόνο με την σάρκα.
Ό,τι άλλο
εχει απομείνει δίπλα στην στερνική σου εκτομή,
στο προσκέφαλο με τα χνώτα, τα μαλλιά και τα υγρά σου
κάτω από το λευκό σεντόνι.
Γυρνάω και σε βρίσκω
να απλώνεις μίαν ολόλευκη μπουγάδα.
Μοσχοβουλούν τα στροσίδια.
Λευκά λινά
