46. Πάνω στα ματωμένα της χείλια

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

Οι μέρες είναι εντάξει.

Ξυπνάει το πρωί, μεταβάλει επαρκώς την ρουτίνα της ώστε να είναι τόσο εκεί, όσο είναι αναγκαίο να είναι.

«Σοφία!»

Ξεθώριασε σταδιακά η πρώτη θλίψη. Τώρα μπορεί και αναπνέει, έστω, της αρκεί που μπορεί και αναπνέει.

«Σοφία!»

Δεν της έχει απομείνει ούτε μία μικρή τρύπα στον χρόνο να κρυφτεί, να μην ακούει για λίγα λεπτά. Κι αν καταφέρνει να συναντήσει κάπου τον εαυτό της, συνήθως τον κερνάει έναν καφέ, ποτέ όμως την ίδια ώρα, ποτέ σταθερά, τόσο άτακτα και σκόρπια που συχνά όταν προκύπτει η ευκαιρία, δεν τον βρίσκει στην θέση του για να τον φιλέψει και κάθεται μόνη της κοιτάζοντας το κενό μέχρι να περάσει ο χρόνος που της διατέθηκε και να επιστρέψει στην νέα τάξη πραγμάτων.

«Σοφία!»

Ξεσκονίζει τακτικά, πλένεται, σκουπίζει, μαγειρεύει, τρώει και χέζει, κοιμάται όσο μπορεί, αναπνέει κανονικά, καμία φορά καπνίζει στο μπαλκόνι, όταν της μιλούν απαντάει, χαμογελάει, διπλώνει τα σεντόνια, πλένει τα πιάτα. Μια φορά διάβασε ένα βιβλίο. Μια ακόμα έβαλε Δεύτερο και άκουσε την εκπομπή της Βάνας Δαφέρμου. Κοιτάει τις ειδήσεις στην τηλεόραση, αναστενάζει σπανίως.

Οι μέρες είναι εντάξει πια.

Γυρίζει μόνη μέσα στο σπίτι και πιάνεται με πράγματα που πρέπει να γίνουν και αλλά που δεν θα έκανε ποτέ μέσα σε μια σιωπή ανακουφιστική που σπάει…

«ΣΟΦΙΑ!»

Πονάει. Μόνο αυτό του έμεινε που να θυμίζει ζωή. Παυσίπονο θέλει.

… κάθε τόσο από μια υπενθύμιση του παρελθόντος. Τότε μόνο λυγίζει για λίγο και ακολουθεί τυφλά τα βήματα της. Τα παιδιά την επισκέπτονται συχνά, μπερδεύουν τα χνάρια της και τα κλωτσούν να σβήσουν και για λίγο τα καταφέρνουν, όμως μόλις περάσει η βροχή τους εκείνα εμφανίζονται και πάλι το ίδιο μοναχικά με πριν, πάνω στις μοκέτες.

Χαμομήλι, θέλει χαμομήλι. Πάντα χλιαρό με λίγο μέλι. Ή το μαξιλάρι. Η την κουβέρτα.

Και οι νύχτες είναι εντάξει. Ξοδεύτηκαν τα ξενύχτια, είναι πια εντάξει. Δεν υπάρχει αρκετή ησυχία, επικρατεί απόλυτος ο βόμβος του κονφλέρ και το σύριγμα της μάσκας όμως είναι καλοδεχούμενοι ήχοι.

Στην αρχή…

Αέρα. Ίσως του έλειψε ο αέρας.

…την ενοχλούσε τρομερά, κινδύνευε να τρυπήσει το κρανίο της εκείνος ο επαναλαμβανόμενος ήχος, στεκόταν μπροστά της κι άνοιγε διάπλατα το στόμα του γεμάτο σάλια, για να την καταπιεί. “Πέσε”, υπαγόρευε. “Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για σένα. Πέσε.”

Το σκέφτηκε μερικές φορές να το κάνει. Να πιαστεί από τα σαγόνια του και να συρθεί μέσα στον υγρό του λάρυγγα και κάτω, ως το τοξικό του στομάχι μέχρι να χωνευτεί πλήρως και να γίνει και η ίδια μέρος του ήχου, απόρροια της μηχανής.

«Ρε Σοφία…»

Κλαίει… θα πνιγεί από τις ίδιες του τις μύξες αν δεν πάω…

Δεν το έκανε τελικά. Ούτε στην αρχή, ούτε αργότερα όταν έπλενε τα σεντόνια και καθάριζε το αίμα και τα σκατά του. Ούτε όταν έπλενε τον ίδιο, εύθραυστο και οστέινο τυλιγμένο με ένα ξεφλουδισμένο, άχρηστο περιτύλιγμα από ελλιπή σάρκα. Ούτε τότε.

Έτριβε απαλά την πλάτη του και τα πόδια του, τον λαιμό, τα αφτιά, τον πρωκτό και τους όρχεις του με κάθε επιμέλεια και σπουδή χωρίς να υποκύπτει στο κάλεσμα του βόμβου, ατενίζοντας ένα υγρό στόμα και μια γλώσσα που πλατάγιζε θελκτικά και την έλκυε τρομερά, σε σημείο ιλίγγου. Και τότε άνοιγε το στόμα του ένας σάκος με κόκαλα ανάμεσα στα χέρια της καθώς τον έντυνε και έλεγε “σ’ αγαπάω, συγνώμη”.

Κρατιόταν από αυτό και τον έβαζε για ύπνο. Κάθε βράδυ τον φιλούσε στην αρχή, αργότερα σταμάτησε, δεν άντεχαν άλλο τα χείλια της να ακουμπάνε πάνω του, την πονούσαν, μυρμήγκιαζαν και μελάνιαζαν ύστερα, όσο τα δάγκωνε για να τον δοκιμάσει, όσο από αυτόν είχε απομείνει πάνω τους, να τον γευτεί πριν  ξεθωριάσει και τελικά τα μάτωνε. Αντί για νερό, προτιμούσε το αίμα της που είχε, έστω λίγο, από το άρωμα του.

«Σόφη…»

Κλαίει πάλι και παρακαλάει. Δεν θέλει ούτε παυσίπονο ούτε χαμομήλι ή κουβέρτα. Ούτε του λείπει ο αέρας. Θέλει πάλι να ζητήσει…

Οι νύχτες όμως, παρά τον βόμβο και το κομμένο φιλί, ήταν εντάξει. Πάνω στον πάγκο της κουζίνας υπήρχε ένα μεγάλο ποτήρι Jamesson και μερικά χάπια. Τα έπινε κάθε βράδυ με την ελπίδα το φάρμακο να εκραγεί μέσα της μαζί με το οινόπνευμα και να την κάνει χίλια κομμάτια. Η ελπίδα που γεννούσε αυτή η σκέψη την έστελνε για ύπνο χαμογελαστή. Η ελπίδα και το Xanax.

«Λυπήσου με. Έλα!»

…Σήμερα, αγάπη μου. Όσο ο ελάχιστος εαυτός σου είναι ακόμα εδώ, σήμερα. Αύριο μπορεί να είναι πολύ αργά, θέλω να ξέρεις πως έκανα για σένα τα πάντα, θέλω να με μισήσεις ή να με λατρέψεις, τώρα, που ένα ίχνος σου υπάρχει γιατί αργότερα, ίσως να μην υπάρχει τόπος για να σκεφτείς τι μου ζητάς και σε τι υπακούω.

Το λυκόφως είναι το πρόβλημα. Εκεί, πάνω στο ράμμα του φωτός και του σκοταδιού, χάνει τον εαυτό της. Πριν πέσει η νύχτα, πριν χαθεί η μέρα. Τότε κλαίει, τότε του μιλάει, τότε τον ακούει. Έχει τέσσερις μήνες που παλεύει με το λυκόφως και όλο λέει θα κερδίσει όμως βλέπει πια πως χάνει. Χάνει.

Πίνει το ουίσκι. Πίνει τα χάπια. Δίπλα υπάρχει κάτι ακόμα. Είναι μια κενή σύριγγα. Βγάζει και πετάει την βελόνα στα σκουπίδια. Τραβάει το έμβολο και ο πλαστικός σωλήνας γεμίζει αέρα.

Αέρα θέλει. Μια μικρή φυσαλίδα αέρα…

Μπαίνει στο δωμάτιο και τον βλέπει. Την βλέπει και εκείνος και πίσω από την μάσκα χαμογελάει.

«Ήρθες. Επιτέλους, ήρθες.»

Ο βόμβος ανοίγει το στόμα. Του το κλείνει με τα δυο δάχτυλα και τον προσπερνάει, έχει επιλέξει ένα άλλο κενό για συντροφιά της.

Τον πλησιάζει, χαϊδεύει τα μαλλιά του, αγγίζει το χέρι του. Ψάχνει την πεταλούδα στην φλέβα του ορού. Γυρίζει την βαλβίδα και στην κενή θέση σφηνώνει την σύριγγα. Τον κοιτάει.

«Σ’ αγαπάω. Σ’ ευχαριστώ», της λέει.

Κλαίει σιωπηρά.

«Κι εγώ», του απαντάει.

Ο βόμβος δυναμώνει, “έλα σ’ εμένα”, φωνάζει “καλύτερα σ’ εμένα”, της λέει, κοιτάει την μηχανή, κοιτάει τον άντρα στο κρεβάτι.

Αφήνει το βάρος της και πέφτει μέσα στα υγρά από τον πόνο μάτια του.

«Αντίο, αγάπη μου.»

Πιέζει το έμβολο. Το σωληνάκι γεμίζει αέρα, αγάπη και συμπόνια.

Της χαμογελάει. Βγάζει την μάσκα, σκύβει και τον φιλάει, τον φιλάει όσο περισσότερο μπορεί. Ξαπλώνει δίπλα του και τον κρατάει. Ό,τι απέμεινε από αυτόν μέχρι το πρωί, ήταν πάνω στα ματωμένα της χείλια.

7 σκέψεις σχετικά με το “46. Πάνω στα ματωμένα της χείλια

Σχολιάστε