43. Κοκκινιστό με κανέλα

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

Ήταν περασμένες εννιά όταν γύρισε.

Έβαλε το κλειδί στην πόρτα.

Τώρα θα έρθει. “Άργησες”, θα μου πει. Θα της πω ειχε κίνηση. Έπαθε βλάβη το λεωφορείο.

Μπήκε στο χωλ.

«Σόφη;»

Δεν θα με πιστέψει αλλά δεν πειράζει. Ίσως εκνευριστεί και μου τρίψει κατάμουτρα μία θιγμένη σιωπή.

Έβγαλε το σακάκι και το κρέμασε στον καλόγερο δίπλα στον καθρέφτη, φροντίζοντας να μην αλλάξει βλέμμα με τον γέρο πάνω στο γυαλί.

«Σοφάκι, γύρισα.»

Ή μπορεί και να θυμώσει τόσο που να μην αντέχει και να πει “πάρε ένα τηλέφωνο, ρε άνθρωπε! Πες, κάτι έτυχε. Τίποτα;” και μετά θα πρέπει να απολογηθώ. Θα πρέπει να καταπιώ τον εγωισμό μου και να ζητήσω συγνώμη ή έστω, να μην το κάνω και να θυμώσω που ενώ πέρασα τέτοια ταλαιπωρία εκείνη ενδιαφέρεται μόνο για την δική της αγωνία.

Διασχίζει τον διάδρομο.

«Κούκλα μου;»

Κι αν δεν το κάνει; Αν δεν με πιστέψει και δεν θυμώσει με το ψέμα και τελικά επιμείνει, τι θα πω;

Φτάνει στο καθιστικό και το βρίσκει άδειο και παράξενα βουβό. Η κουρτίνα θροΐζει και για έναν παράξενο λόγο ο ήχος των πτυχών μεγεθύνει την σιωπή του δωματίου, της βιβλιοθήκης, των φωτιστικών. Στέκεται και ακούει. Όλα θροΐζουν  τώρα και τρίζουν και κροταλίζουν πάνω στα ράφια τους σιωπηλά κι απόμακρα στο χρόνο πριν. Ακούει το φλιτζάνι της πάνω στο πιατάκι -κλίνγκ!-. Δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τον ήχο του από την σιωπηλή βοή του σαλονιού.

«Μέσα είσαι;»

Θα της πω την αλήθεια, αυτό θα κάνω. Έπρεπε να σκεφτώ όλες τις προοπτικές και να επιλέξω προσεκτικά την καλύτερη για σένα και για μένα. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να κάνω αυτό που πρέπει και βέβαια, έπρεπε να βρω το θάρρος. Μην γελάς, θέλει πολύ θάρρος η επιλογή του τρόπου. Αρχικά σκέφτηκα να σε στραγγαλίσω. Να τυλίξω τα δάχτυλα μου γύρω από τον λαιμό σου και να σφίξω δυνατά, μέχρι να ασπρίσουν οι κλειδώσεις μου και να πάψεις να ανασαίνεις. Μην ανησυχείς, γρήγορα εγκατέλειψα αυτό το σχέδιο.

Φτάνει στην πόρτα και την βλέπει. Είναι καθισμένη στο μικρό τραπεζάκι και πίνει καφέ φίλτρου από μια πορσελάνινη κούπα που λατρεύει, έχει χρόνια να πιει καφέ σε άλλη κούπα. Την αγγίζει απαλά και περνάει το δάχτυλο από το τοίχωμα στο χείλος της πάνω από μια περικοκλάδα.

«Γεια σου. Γύρισα.»

Ήταν βέβαιο πως θα αντιστεκόσουν υπερβολικά σε έναν τέτοιο θάνατο. Θα τραβούσες και θα έσπρωχνες και θα κλωτσούσες με όλη σου την δύναμη και θα έκανες το ψάρι με τα μελανιασμένα σου χείλη και θα έσφιγγες τα μάτια και θα σύριζες “άσε με” ή “σταμάτα” ή κάτι πολύ χειρότερο, μπορεί ακόμα και “σ’ αγαπάω, μείνε”.

Τον κοιτάει σιωπηλή. Τρίζει κι αυτή και θροΐζει μαζί με το σπίτι.

«Πήγα από το παιδί. Μιλήσατε;»

Ξέρει πως δεν μίλησαν. Εκείνη γνέφει “όχι”.

Όχι, μια κάποια αντίσταση είναι σίγουρα αναγκαία όμως αυτό το βάσανο, δεν αξίζει σε κανέναν. Έπειτα σκέφτηκα να σε πυροβολήσω με ένα ωραίο περίστροφο. Μετάνιωσα, μου φάνηκε αρκετά ψυχρό, έπειτα από όσα είσαι εσύ για μένα, από όσα έγινα εγώ για εσένα, φοβερά καθαρή δουλειά η σφαίρα. Το φαρμάκι το φοβάμαι, μπορεί να μην πιάσει. Να σε ρίξω από το μπαλκόνι δεν τολμώ, θαρρώ αν σε σηκώσω στα χέρια μου δεν θα μπορώ να τα ανοίξω για να σε ελευθερώσω πάνω από τα κάγκελα, την μέση σου, τους γοφούς σου, την θέρμη σου, φοβάμαι, θα είναι αδύνατο να αποχωριστώ και θα καταλήξω στο κενό μαζί σου.

Πλησιάζει και κάθεται απέναντι της.

«Έχω κατι να σου πω.»

Εκείνη πίνει μια γουλιά και τον κοιτάζει.

«Λερώθηκες», του λέει και του δείχνει με το βλέμμα το πουκάμισο. Εκείνος σκύβει και βλέπει μια γκρίζα μουντζούρα.

Βρήκα έναν ωραίο τρόπο και για τους δυο μας.

«Δεν πειράζει. Πρέπει να μιλήσουμε».

Βρήκα αυτό το μαχαίρι.

«Δεν μπορεί να περίμενει;»

Πήρα πέτρα και το ακόνισα καλά.

«Φοβάμαι πως όχι.»

Σκύβει στην κούπα της και αναστενάζει. Όταν σηκώνει ξανά το πρόσωπο, τα μάτια της είναι κόκκινα.

«Ούτε λίγο; Έστω λίγο», ψελλίζει.

Το πέρασα λάδι τρεις φορές, βερνίκωσα την λαβή. Γυαλίζει όμορφα, δες.

«Βγήκαν τα αποτελέσματα…»

«Να σου βάλω να φας; Στάσου, πρώτα να φας…» του λέει και σηκώνεται.

«Κάθισε, Σόφη μου.»

«Λίγο!»

Έλα κοντά, μην φοβάσαι. Βρήκα όλο το θάρρος, βρήκα τον τρόπο, άλλος δεν υπάρχει, αγάπη μου. Δεν υπάρχει.

Σηκώνεται. Πάει κοντά της, την πιάνει από τα χέρια και την οδηγεί στο τραπέζι.

«Κάθισε», της λέει.

Εκείνη κλαίει σιωπηλά.

«Έφτιαξα κοκκινιστό», μουρμουρίζει. «Έβαλα και κανέλλα, όπως σ’ αρέσει. Γιατί δεν τρως;»

Τον κοιτάει.

Κάπου μέσα του πονάει, ας φάει σήμερα και μετά ας δουν λίγο τηλεόραση και ας κοιμηθούν, ας μιλήσουν για τα παιδιά, ας θυμώσουν ο ένας με τον άλλο, έχει κανέλλα το κοκκινιστό, αύριο δεν θα ‘ναι το ίδιο, καθόλου ίδιο.

«Πήρα τα αποτελέσματα», επιμένει και συνεχίζει να μιλάει.

Θα σε κρατάω με το ένα χέρι από την πλάτη και θα σε κοιτάω στα μάτια, αγάπη μου, και δεν θα σταματήσω να σου μιλάω.

Τον κοιτάει και κλαίει, συσπάται το σαγόνι της, τρέμουν τα χείλη της και κουνάει το κεφάλι όσο τον ακούει.

Θα σε τρυπήσω εδώ ακριβώς, ανάμεσα στο στήθος, θα ανοίξεις έκπληκτη τα μάτια όμως δεν θα έχεις κουράγιο να αντισταθείς, θα πονέσεις τόσο όσο πρέπει και εγώ θα εισπράξω όσο από τον πόνο σου επιθυμώ και αντέχω -ξέρω, ο εγωισμός μου είναι υπέρμετρος, όμως το ίδιο είναι και η ειλικρίνεια μου- και καθώς θα το κάνω, θα σε κοιτάω όλο στοργή, μεταμέλεια και ενοχή γιατί, αγάπη μου, πρέπει να είμαι εγώ αυτός που θα σε σκοτώσει, δεν μπορεί να είναι κανένας άλλος. Και λίγο πριν κλείσεις τα βλέφαρα σου και μείνεις άψυχη στα χέρια μου, θα στρίψω δυνατά το μαχαίρι.

Κλείνει το στόμα του και την κοιτάει. Καθισμένος στην καρέκλα ακούει το σπίτι που τρίζει, την βλέπει πώς σηκώνεται, αργά, πάει στον πάγκο και ανοίγει την χύτρα, σερβίρει σε δυο πιάτα και τα φέρνει στο τραπέζι με σαλάτα και δύο ποτήρια παγωμένη μπύρα.

Τρώνε. Κι όπως μυρίζει το δωμάτιο κανέλλα και ντομάτα την πνίγει ο λυγμός και δεν μπορεί να σταματήσει.

Εκείνος την αγκαλιάζει.

«Ησύχασε τώρα», της λέει απαλά και την φιλάει στα μαλλιά.

Εκείνη δεν μπορεί.

«Ας τρώγαμε πρώτα», λέει. «Ας τρώγαμε, έστω λίγο, πρώτα.»

Πάρε τα βήματα στην 44η Δόση

6 σκέψεις σχετικά με το “43. Κοκκινιστό με κανέλα

  1. Αμαν βρε παιδί μου να κλαίω βραδιατικό με αυτά που γράφεις!!!! Κάθε φορά που σε διαβάζω είναι σαν να βγαίνει ένα χέρι από την οθόνη και να με τραβάει μέσα στον υπολογιστή μέσα στην ιστορία μέσα στον Πολύκαρπο.. Αντέ να συνέλθεις μετά ❤

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε