41. Ένας μονόλογος για δύο

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

«Εκείνος ζει στην Κυψέλη, τελειώνει φέτος.»

«Η μικρή;»

«Η μικρή Κομοτηνή, Οικονομικό. Πήγαμε, την τακτοποιήσαμε. Τα Χριστούγεννα θα έρθει.»

Μικρή γουλιά καφέ.

«Μπράβο!»

«Ναι, ναι. Τέλεια.»

Σύντομη τζούρα τσιγάρου.

«Ο Πολύκαρπος;»

«Τι πράγμα;»

«Βγήκε στην σύνταξη;»

«Α, μπα. Θέλει ακόμα, οχτώ χρόνια σίγουρα.»

«Είστε καλά όμως…»

«Ναι, μια χαρά. Όπως πάντα.»

Κι άλλες σύντομες γουλιές καφέ, και άλλες τζούρες. Και λέξεις, ανάθεμα, ένα σωρό λέξεις, γιατί έχει τόση ζέστη ξαφνικά;

Σηκώνεται, ανοίγει το παράθυρο. Ξανακάθεται. Τζούρα, γουλιά, λέξεις, την στενεύει το σουτιέν, τζούρα, λέξεις, κρύωσε ξαφνικά, κλείνει το παράθυρο, σκουπίζει το σημάδι του ποτηριού από το τραπέζι, γουλιά, το σκουπίζει ξανά, κοιτάει το ρολόι, λέξεις, μα πόσες είναι, οι τζούρες τελειώνουν, οι γουλιές τελειώνουν, οι γαμημένες οι λέξεις γιατί δεν τελειώνουν;

Τρέχει στο μπάνιο, βγάζει τα ρούχα της, μπαίνει στην μπανιέρα, είναι γεμάτη ζεστό νερό, κάθεται και κλείνει τα μάτια. Ακούει το κλειδί στην πόρτα, ανοίγει τα μάτια και τα σκεπάζει με τα χέρια, όχι Θεέ μου, όχι και άλλες λέξεις.

«Σόφη! Που είσαι, κούκλα;»

Φύγε πάλι, για λίγο, μόνο φύγε …

«Στο μπάνιο. Έρχομαι σε λίγο.»

Τον ακούει, περπατάει στον διάδρομο. Φτάνει.

«Ωραίο θέαμα!»

Χαμογέλα, μωρή σκύλα, τι σκατά έπαθες;

Το πιάνει και συννεφιάζει.

«Τι έπαθες πάλι, ρε Σοφάκι;»

Μην φωνάξεις… προσπάθησε μόνο να μην φωνάξεις, να μην ουρλιάξεις αυτή την φορά.

«Καλά είμαι. Ήρθε η Νίκη και μου έκανε κεφάλι, αυτό είναι όλο. Εσύ; Πώς ήταν η μέρα;»

Το πρωί δεν ήθελα ούτε να σε βλέπω, το σπίτι είχε μία ησυχία ίδια του θανάτου, εσύ δεν ήξερες τι σου έφταιγε, στ’ αλήθεια, η πιο όμορφη στιγμή του πρωινού ήταν όταν έκλεισα πίσω μου την πόρτα, δεν άντεχα άλλο, ξέρω δεν φταις, ζητάς κατανόηση, πρέπει να δείξω κατανόηση, να κάνω υπομονή, να λέω “ναι”, “δεν πειράζει”, γλυκόλογα και αστεία, να γελάσεις αλλά δεν πιάνει. Έχει δύο χρόνια που δεν πιάνει και όλο λέμε θα περάσει, θα περάσει σου είπε και ο γυναικολόγος, λίγο υπομονή θέλει, αν υπάρχει αγάπη όλα γίνονται, αλλά πάλι, αυτό είναι το φυσιολογικό, σωστά; Σωστά. Τι σκατά μου φταίει τότε; Εσένα; Τι σου φταίει; Όχι, μην το ρίξεις πάλι στα παιδιά. Και εμένα μου λείπουν τα παιδιά αλλά ξέρεις κάτι; Περισσότερο μου λείπεις εσύ.

«Ε, το πρωινό το ξέρεις…»

Κι αφού το ξέρω, γιατί μου το λες;

«…Καλά.»

Φύγε, σε παρακαλώ.

«Μετά πήγα στην τράπεζα, ήρθε η Δημοπούλου πάλι κατά τις δέκα και έκατσε δυο- τρεις ώρες, κεφάλι μου έκανε.»

Αγάπη μου, αυτή την στιγμή, θέλω να σκίσω το δέρμα μου με τα ίδια μου τα νύχια, αν μπορούσα θα έκοβα κομμάτι- κομμάτι την επιδερμίδα μου για να απαλλαγώ από αυτήν, με στενεύει, με πνίγει, δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Δεκάρα δεν δίνω! Θέλω μόνο να περάσει αυτό το βάσανο…

«Καημένε μου…»

Ναι. Και κάθισε ακριβώς δίπλα μου, όπως καθόσουν εσύ κάποτε. Τρίτη φορά μέσα στην εβδομάδα. Έκανε πως ελέγχει τα αρχεία του καταστήματος, αλλά δεν δίνει δεκάρα για τα αρχεία του καταστήματος, Σοφία. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν υπάρχει τίποτα να ελέγξει και το ξέρει και το ξέρω και ξέρει πως το ξέρω. Κι αυτό, Σοφία, με ερεθίζει. Με καυλώνει, Σοφία. Γιατί έχω δύο χρόνια να νιώσω πως ξέρεις αυτό που ξέρω. Γιατί έχω δύο χρόνια να δω τα μάτια σου γεμάτα φλόγα όταν σου λέω κάτι όμορφο. Εκείνης τα μάτια έλαμψαν σήμερα, όταν της είπα ότι μυρίζει όμορφα, δεν μπορούσα να μην το κάνω, καθόταν τόσο κοντά μου, το στήθος της τριβόταν συνεχώς στο μπράτσο μου. Είχα γίνει σκληρός σαν πέτρα. Για εκείνη, Σοφία.

«Άσε. Είδα κι έπαθα», είπε και γύρισε προς την πόρτα. Βάδισε προς την κρεβατοκάμαρα καθώς γδυνόταν συνεχίζοντας να μιλάει. «Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο;»

Πολύκαρπε, αγαπημένε μου, δυνάστη, βάσανο, γαμιά μου, βάρος μου, αυτή την στιγμή, το μόνο που με νοιάζει είναι να καθίσω εδώ και να μην ακούω τίποτα πέρα από την σταγόνα της γαμημένης της βρύσης που ακόμα δεν έφτιαξες και να περιμένω, να έρθει και πάλι στιγμιαία, εκείνος ο λυγμός που θα με οδηγήσει στο πιο καθαρό κλάμα της ζωής μου. Για όλα τα άλλα, απλά δεν έχω χώρο.

«Ποιο είναι, αγάπη μου;»

«Έχει κανονίσει δείπνο με όλους τους Διευθυντές.»

Θα πάω, Σοφία.

«Επαγγελματικό δείπνο για τις νέες εγκυκλίους.»

Θα πάω. Θα είμαστε οι δυο μας, Σοφία, μου το είπε. Θέλει να την γαμήσω. Θέλει να την βάλω κάτω και να της σκίσω τα ρούχα και μετά να την γαμήσω σκληρά, Σοφία. Μου το είπε, έτσι ακριβώς. Και θα το κάνω. Θα το κάνω γιατί είναι η πρώτη φορά, μετά από δύο χρόνια που μία γυναίκα μου δίνει αξία. Γιατί εσύ, έχεις χαθεί μέσα σε όλο αυτό που σου συμβαίνει και δεν έχεις χώρο για μένα, Σοφία. Σ’ αγαπάω, αλήθεια σ’ αγαπάω, αλλά θα πάω σε εκείνη γιατί αν δεν το κάνω, θα πάψω να σ’ αγαπάω με τον καιρό και τότε φοβάμαι πως θα είναι πολύ αργά. Πολύ αργά.

«Θα πρέπει να φύγω σε λίγο. Ίσως αργήσω, ξέρεις πως πάνε αυτά τα δείπνα άμα μπλέξουμε με το σινάφι. Πρωί το βλέπω να γυρνάω.»

«Να πας», του απαντάει. «Αφού πρέπει. Κλείσε μου λίγο την πόρτα.»

Εκείνος το κάνει και καθώς το κάνει, την βλέπει που τον μετράει με το βλέμμα. Είναι ένα όμορφο, γλυκό, πονεμένο βλέμμα. Γυρίζει και πάει στο δωμάτιο.

Αφήνει το βάρος της, βουλιάζει κάτω από το νερό και ουρλιάζει. Ουρλιάζει τόσο δυνατά που ο αέρας γδέρνει τον λαιμό της και οι πνεύμονες της παίρνουν φωτιά.

Ό,τι κι αν συμβεί, ακόμα κι αν χρειαστεί να γίνω πόρνη στα μάτια μου, ακόμα κι αν χρειαστεί να χάσω τον εαυτό μου, εσένα δεν σε χάνω.

Βγαίνει. Σταυρώνουν στην πόρτα καθώς εκείνος μπαίνει και οι δύο γυμνοί. Τον αγγίζει απαλά, την κοιτά και του χαμογελάει.

Έστω έτσι. Έστω ψεύτικα.

Βγαίνει, φοράει το κουστούμι, χτενίζει τα μαλλιά του, βάζει άρωμα. Καθώς πάει να φύγει, την βρίσκει στο σαλόνι. Δύο ποτήρια, ένα μπουκάλι κρασί και η Σοφία, ρουζ, ρίμελ και δαντέλα, πάντα έπιανε, κάθε φορά.

«Κάθισε.»

«Δεν θα προλάβω.»

«Ένα τσιγάρο.»

Εκείνος κάθεται.

Το πρωί τους βρίσκει αγκαλιασμένους, γυμνούς, πάνω στον καναπέ. Το μπουκάλι άδειο, τα μάτια γεμάτα.

«Έπρεπε να το κάνουμε νωρίτερα αυτό», μονολογεί εκείνη.

«Το κάναμε ακριβώς όταν έπρεπε».

11 σκέψεις σχετικά με το “41. Ένας μονόλογος για δύο

  1. Ευρηματικός τίτλος – απίστευτο κείμενο.
    Και πόση αλήθεια για τόσα και τόσα ζευγάρια… Η Σοφία κι ο Πολύκαρπος όμως το έσωσαν. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, το έσωσαν.
    Τρέμω τα επόμενα 9…
    Καλό ξημέρωμα. 🙂

    Αρέσει σε 2 άτομα

    1. Ο τίτλος «κλεμμένος» από τον Φάμελλο.
      Το τραγούδι εφαλτήριο.

      Για το κείμενο, σ’ ευχαριστώ.
      Αν δεν το έσωζαν και αυτοί οι δύο, ε τι να πω!
      Δεν υπάρχει ελπίδα!
      Έχουμε κανα- δυο τέτοια «ανώδυνα» ακόμα, άρα 7.
      Καληνύχτα!

      Αρέσει σε 2 άτομα

  2. και γνωστή γεύση (κόβονται οι φράσεις, λόγια… ακόμα και στα σχόλια) χάνουμε τη νέα φρεσκάδα που μπορεί να έρθει αν είμαστε εκεί με όλο μας το είναι και ακολουθήσουμε ότι μας λέει η καρδιά μας… δεν είναι συνταγή, αλλά ενίοτε πιάνει! 😛

    Αρέσει σε 1 άτομο

  3. «Ότι κι αν συμβεί, ακόμα κι αν χρειαστεί να γίνω πόρνη στα μάτια μου, ακόμα κι αν χρειαστεί να χάσω τον εαυτό μου, εσένα δεν σε χάνω»…..
    Πως λέγεται αυτός που έχει μείνει με ανοιχτό το στόμα και συγχρόνως κλαίει;;;; Αυτό έχω πάθει. Συγχαρητήρια στον Πολύκαρπο και στη Σόφια που το πάλεψαν. Συγχαρητήρια σε εσένα που τους έπλασες. Πόσο μου αρέσει να σε διαβάζω!!! <3<3 ❤

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε