7. Κάτω στα Λεμονάδικα, παρά τρίχα…

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

Τα Λεμονάδικα είναι γεμάτα ζωή. Πακιστανοί πουλάνε κολόνιες στην Καραϊσκάκη, στο λιμάνι γίνεται απεργία των ναυτεργατών και έχουν μαζευτεί όλοι μπροστά στους καταπέλτες των ακτοπλοϊκών, βουίζουν οι τσιμινιέρες, βουίζουν οι φωνές, τα μπακάλικα πουλάνε μπαχαρικά χύμα και παστά σε κασόνια στο πεζοδρόμιο, ένα φορτηγάκι φορτώνει άπλυτα από το Hotel Ομόνοια που στεγάζει κορίτσια και κυρίες του λιμανιού, περιστέρια χέζουν και πηδιούνται στο πλατεία Οδησσού μπροστά στον ηλεκτρικό, τσούρμο κοπανατζήδες κατεβαίνουν από το 846 της Νίκαιας και το κόβουν πόδι μέχρι το Δημοτικό Θέατρο κι από κει στον Προφήτη Ηλία για μπόουλινγκ ή στο μπιλιαρδάδικο της Νοταρά κι όλοι ιδρώνουν τρομερά και μπλέκουν των κορμιών οι οσμές με την λακέρδα και το τσιμένι και το χαρμάνι που ψήνει ο Λουμίδης στο καφεκοπτείο του, δίπλα από τα εκκλησιαστικά με τα λιβάνια και το μελισσοκέρι.

Είναι η αρχή της άνοιξης και έχει βρέξει, έχουν λιώσει κάτι φυλλάδια της Εθνικής μπάσκετ στα ρείθρα των δρόμων και βουλώνουν τις αποχετεύσεις, κοπάδια οι γόπες στη λασπουριά των αστικών κι ο ήλιος λάμπει και όλα βρωμοκοπάνε ανθρώπων έργα και οιστρογόνα άνοιξη, μα ο Πολύκαρπος βαδίζει ανέγγιχτος και μουδιασμένος. Είναι δεκαπέντε χρόνια παντρεμένος, το μυαλό του δεν προλαβαίνει να αντιληφθεί τα ανοιξιάτικα κόλπα που παίζει το λιμάνι κι ο λαός του. Τρέχουν αυτός και η Σοφία να προλάβουν την μέρα, ο εγκέφαλος τους οργανώνει δουλειά, παιδιά και αγγαρείες, εύρυθμες λειτουργίες αστικού βίου και καθαρών μπαλκονιών.

Βαδίζει βιαστικά, να πάρω καινούργιο τετράδιο, τριών θεμάτων, πετρέλαιο άλλη μια φορά να βάλουμε πριν σταματήσει η διανομή, καφέ έχουμε; Ας πάρω καλύτερα, άμα φύγω από την δουλειά στην ώρα μου, προλαβαίνω να πάω τον μεγάλο φροντιστήριο, να θέλει τίποτα η Σοφία απ’ έξω, άσε, θα πάρει όταν κλείσει το μαγαζί, θα προλάβει;

Περπατάει και ξεχνάει την πρώτη νιότη και η φλόγα της φρέσκιας άνοιξης, αυτής της ξετσίπωτης ανάφτρας που έπαιζε κάποτε με τον ερωτισμό τους, αργοσβήνει από ένα ύπουλο αεράκι καθημερινότητας, κεκτημένου και ράθυμης πληρότητας.

Κοιτάζει γύρω του καμιά φορά αλλά δεν βλέπει στ’ αλήθεια. Οι νέοι έχουν ξαναμμένο βλέμμα, οι Πακιστανοί το ίδιο. Αχόρταγα κοιτάζει το συνεργείο καθαρισμού τα κορίτσια του Hotel Ομόνοια που μαζεύτηκαν στις σκάλες και καπνίζουν. Γελάνε και σφυρίζουν δυο λογάκια από την βραδινή πραμάτεια στους περαστικούς. Κάποιοι τσιμπάνε, τους στέλνουν φιλιά, δαγκώνουν τα χείλια τους και ψιθυρίζουν θεατρικά «καύλα μου» και τα Λεμονάδικα είναι γεμάτα ζωή, σάπια φέιγ βολάν και μυρωδάτο ερωτισμό. Μα ο Πολύκαρπος δεν έχει χρόνο για να το καταλάβει, ούτε και η Σοφία. Φιλιούνται πεταχτά, «σ’ αγαπώ», «μ’ αγαπάς» και λένε αλήθεια, τα χέρια τους ακουμπάνε που και που, ηλεκτρίζονται αλλά έχουν καλή μόνωση ρουτίνας και εμμονικής κούρασης, τρέχουν να προλάβουν, τα καταφέρνουν, είναι ευτυχείς, δηλώνουν πλήρης κι όλα καλά, χαμογελάμε νυσταγμένα πριν κοιμηθούν. Τελικά, τα κάνουν όλα. Το μόνο που ξεχνάνε, είναι…

«Που πας όμορφε; Έλα! Είμαι καλή, θα δεις!»

Γυρίζει και κοιτάει. Ακουμπάει στην μαρμάρινη κολόνα της εισόδου με τον ένα ώμο, στο άλλο χέρι κρατάει τσιγάρο. Του χαμογελάει, εκείνος σαστίζει και κοντοστέκεται. Την βλέπει καλύτερα. Είναι μελαχρινή και στρουμπουλή, τα βυζιά της στέκουν περήφανα κάτω από ένα βαθύ, κόκκινο ντεκολτέ. Τα μπούτια της ασφυκτιούν κάτω από την φούστα, να σκάσουν θέλουν αυτές οι μπουτάρες και πέφτει πάνω της ο ήλιος και είναι όμορφη η ρουφιάνα, όμορφη και ερεθιστική και το ξέρει γιατί τον κόβει να ιδρώνει και να πλημμυρίζει από την μορφή της και σηκώνει το δάχτυλο και του κάνει νόημα να πλησιάσει. Εκείνος δεν σαλεύει κι αυτή φέρνει αργά το τσιγάρο στο στόμα της, ανοίγει απαλά τα κόκκινα χείλη και ρουφάει μια καταραμένη τζούρα που φτάνει μέχρι τα νύχια των ποδιών της.

Χάνει τον κόσμο, χάνει τα Λεμονάδικα, βλέπει μόνο εκείνη να τον πλησιάζει αργά, τον κοίτα στα μάτια κι όταν φτάνουν τα στήθια της να τρίβονται πάνω στα κουμπιά του σακακιού του, γονατίζει μπροστά του, τον ξεγυμνώνει και τον παίρνει στο στόμα της. Τον ρουφάει ολόκληρο, τον ρουφάει αργά μέχρι να του κοπεί η ανάσα και να λιποθυμήσει εκεί ακριβώς, έξω από το μαγαζί με τα λιβάνια και τα μελισσοκέρια και τον σταυρό στην τζαμαρία, πάνω στα σάπια φέιγ βολάν και γύρω τους μυρίζει μόνο μπαχάρι και ιδρώτας.

Ένα αυτοκίνητο περνάει και τον ξυπνάει. Εκείνη του κάνει ακόμα νόημα από την απέναντι μεριά του δρόμου. Ο Πολύκαρπος έχει χλομιάσει, φεύγει τρέχοντας σχεδόν προς την πλατεία Καραϊσκάκη. Ντρέπεται και τρομάζει αλλά και κάτι ακόμα. Βλέπει. Ακούει. Μυρίζει. Είναι άνοιξη και νοιώθει. Κι αυτό που νοιώθει, δεν του αρέσει καθόλου.

Γυρίζει σπίτι το μεσημέρι και την ακούει από την κουζίνα.

«Ήρθες, όμορφε;»

Σαστίζει. Για κάποιον λόγο νοιώθει ένοχος. Πάει στην κουζίνα.

«Μόλις ήρθα κι εγώ», του λέει εκείνη καθώς ζεσταίνει στην κατσαρόλα ένα φαγητό που δεν θα φαγωθεί.

«Τα παιδιά;» την ρωτάει.

«Ο μεγάλος προπόνηση και μετά φροντιστήριο. Την Ελπίδα την πήρε στο σπίτι της η Έλενα να παίξουν. Κάνε σαλάτα. Βάζω να φάμε.»

Ο Πολύκαρπος ανοίγει το ψυγείο. Έχει λάχανο. Κόβει δίπλα της με αργές κινήσεις. Εκείνη σερβίρει και μιλάει ακατάπαυστα.

«Μετά το φαΐ να πάμε να τους πάρουμε φόρμες, τίποτα δεν τους κάνει. Αχ, ρε πουλί μου, και σούπερ μάρκετ, δεν έχει τυρί. Λες να πάμε και στο φροντιστήριο να ρωτήσουμε πως τα πάει ο Μηνάς, μιας που θα βγούμε; Κοντά είναι. Μαζεύουμε και την μικρή και μαγειρεύουμε μετά. Έχει και σίδερο.»

Ο Πολύκαρπος αφήνει στην άκρη το μαχαίρι. Όπως περνάει δίπλα του και αφήνει το πιάτο, την τραβάει από την μέση και την φέρνει κοντά του, πάνω του. Μετράει με τα δάχτυλα τη φλέβα στο λαιμό της.

Είναι ταλαιπωρημένη, κουρασμένη. Τα μαλλιά της πέφτουν μπροστά στα μάτια της και τα χείλη της είναι άχρωμα και στεγνά. Είναι υπέροχη. «Τί κάνεις;», του συλλαβίζει, αλλά ξέρει, το στόμα της είναι μισάνοιχτο, κρατάει χαμηλά τα μάτια και τα μάγουλα της πυρώνουν. Το χέρι της ψάχνει το στέρνο του.

«Ξέρεις τι λέω εγώ, Σόφη;» της ψιθυρίζει. «Λέω πως έχουμε υπερβολικά πολύ καιρό να γαμηθούμε.»

Το επόμενο πρωί ανταλλάσσουν αχόρταγα φιλιά στριμωγμένοι στον πάγκο της κουζίνας. Το μεσημέρι τρώνε το φαγητό τους χωρίς τυρί. Αλλά πάλι, δεν μπορείς να τα κάνεις και όλα τέλεια. Τουλάχιστον τους έχει προλάβει η Άνοιξη. Δεν δείχνουν να ασχολούνται με τα υπόλοιπα το ίδιο παθιασμένα, όπως και πριν.

4 σκέψεις σχετικά με το “7. Κάτω στα Λεμονάδικα, παρά τρίχα…

  1. Κι εκεί που λέω εδώ το ‘χω, του τα μαζεύω του Πολύκαρπου… μύρισε η άνοιξη!!

    Πάντως εδώ που τα λέμε, μεγάλη πουτάνα η ζωή.
    Όσο και να θυμώνεις με τον εαυτό σου που το σκέφτηκε, με τον άλλον που γιατί το έκανε σε εσένα, κάτι τέτοια σε ξυπνάνε.
    Αυτή η καθημερινότητα μας έχει καταστρέψει τόσο που ξεχνάμε, και αυτό μερικές φορές μοιάζει λυπηρό.

    Το πρόβλημα είναι να βρεις λόγο να της ξεγλιστράς πιο συχνά και όχι με παρόμοιο τρόπο. Ή πιο σωστά να θυμηθείς τον λόγο.

    Τους χαιρετισμούς μου!!

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε